Θυμάμαι… τα πρόσωπα του ’60, ρετουσαρισμένα μάγουλα και συσκευές από βαριά μέταλλα σε χρώματα παστέλ. Γυαλισμένα παπούτσια και δύσκολα ρούχα, χαμογελαστά όλα… Και μια υποψία μούχλας κάπου.
Άραγε πρόσεξε κανείς ότι οι κούκλες στις βιτρίνες δε γελάνε ποτέ;
Μετά, copy paste οι χίπις, δεν το’ χουμε… λίγο η θρησκεία, λίγο ένας μεταπολεμικός συντηρητισμός, λίγο ένας προπολεμικός…. περάσαμε κατευθείαν απ’ τα έπιπλα εκ Γερμανίας σε άλλα έπιπλα εκ Γερμανίας…
Και θυμάμαι, ότι ακόμη και οι φιόγκοι έδειχναν ότι κάποτε θα τελειώσουν αυτές οι παρελάσεις μαϊμού τελειότητας και θα στρωθεί άσφαλτος κάπου, και θα γίνει μια ωραία γέφυρα απ’ αυτές που θαυμάζουν οι τουρίστες αναγκαστικά σε κάποια χώρα…
Θυμάμαι ότι ήμουν σίγουρη, ότι όλα είναι ένα μεταβατικό στάδιο θα είμαστε κάποτε μια περιποιημένη χώρα της σειράς… απλά περιμέναμε να κοπάσει ο θόρυβος από τις ταπετσαρίες του ’70.
Υπομονετικά περίμενα να τρυπήσουν όλα τα σοσονάκια που φορέθηκαν με γόβες και θυμάμαι, ότι και τότε περίμενα ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο εμπόδιο για την εξέλιξη της χώρας…
Περιμένοντας, φρόντισα να ρίχνω σπόρους στο δρόμο μου… όχι για να τον ξαναβρώ, για να τρώνε τα πουλιά.
Ξύπνησα ένα πρωί και είχα βάρδια στο συσσίτιο, στους δρόμους δεν αναγνωρίζω πια το τέλος μιας εποχής, αντίθετα, όλοι οι αιώνες μαζεμένοι εδώ τώρα ανταγωνίζονται …
Έχουν ξεφύγει τσουλούφια απ’ την κόμμωση μπανάνα, γονιδιακά κατάλοιπα από κάθε λογής αμαρτία βασανίζονται σε απίθανες στάσεις… κάποιες είναι λεωφορείου…
Αν ήμουν παιδί, θα τάιζα τη σαύρα μου να γίνει δεινόσαυρος να τελειώνουμε.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail