…μια αναστάτωση, όπως όταν η γάτα είναι κοντά. Το παίρνω, το αφήνω, δε μου κάνει… οι ήχοι δεν ταιριάζουν. Γυρίζω να δω. Δε φαίνεται, ακούγεται μόνο… ο ψίθυρος που τον έφερε κάποτε στη ζωή σκεπάστηκε απ’ το ούζο. Όλα τα φωνήεντα στον αέρα, αλλά τίποτε. Ο κύκλος των τρομαγμένων σταθερά τρία βήματα πίσω. Το αίμα πηχτό αναβλύζει απ’ το κεφάλι του κι αυτός επίμονα άτσαλος, ακόμη κι εκεί, σε άβολη στάση ψάχνει να γλιτώσει. Ψιθυρίζει, αλλά έχει ξεχάσει τα σωστά λόγια. Άκαμπτος, θυμωμένος πεθαίνει στο κέντρο ενός κύκλου. «Καλά γι’ αυτόν εδώ φωνάξατε ασθενοφόρο;» ειρωνεύεται μια φωνή. Βγαίνει από μάγουλα με συφιλιδικά κατάλοιπα γεμάτα, σκέφτομαι. Να ξορκίσει την καταγωγή του φωνάζει, κι εγώ ρατσίστρια γίνομαι.
Κανείς δεν προσπαθεί να τον αγαπήσει, περιμένουν όλοι να κάνει κάτι θεαματικό, να πεθάνει ας πούμε. Δε γίνεται κάθε μέρα αυτό. Βγάζει αφρούς απ’ το στόμα. Κάποια τσιρίζει από υποχρέωση στο αίμα. Ένα μικρό σφαχτό στο μάρμαρο και η πωλήτρια μέσα απ’ το τζάμι συνεχίζει να πουλάει ομοιώματα ψωμιού ανέκφραστη, με κείνο το γάντι….
Κάποια με βοηθάει, αλλά όχι πολύ, με πίβοτ τα βολεύει νομίζω, μη χαλάσει ο κύκλος. Κρατάμε όλοι τους ρόλους μας γερά. Μου κρατάει το χέρι, εγώ την πληγή, ο χορός το φράχτη. Στα τρία βήματα πάντα. Περιμένουμε το ασθενοφόρο να λύσει τα μάγια. Τα έλυσε.
Αριστοτέλους, ένα συνηθισμένο Σάββατο 25 Μαΐου.
Ίσως και να ζει, να θυμήθηκε τα λόγια…

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail