Ο σοφός Δήμαρχος βημάτιζε πάνω κάτω νευρικά. Ήταν άυπνος μήνες… Κάθε βράδυ το ίδιο μαρτύριο. Μόλις τον παίρνει ο ύπνος, βλέπει ότι βυθίζεται σε μια σκοτεινή θάλασσα και παλεύει να βγει στην επιφάνεια. Στο σκοτεινό νερό ένα πρόσωπο λαμπερό φωτίζει τα φύκια. Έχει λέπια στο πρόσωπο… Μια γοργόνα! Απλώνει το χέρι της, τον τραβάει στην άβυσσο…
Ο Δήμαρχος σπαρταράει σαν άνθρωπος, μπλέκεται στα φύκια όλο και περισσότερο….Δεν πνίγεται, κι αυτό είναι ακόμη πιο τρομακτικό. Φοβάται ότι μπορεί να γίνει ψάρι. Και τα ψάρια δεν μιλάνε….
Στο βάθος της αβύσσου πολλά μικρά φωτεινά σημεία, τρύπες με φως. Δε βλέπει καθαρά. Τεράστια καβούρια κλείνουν τ’ ανοίγματα, κάποια είναι της τσέπης του. Δεν αντιστέκεται πια. Στο βυθό πάνω σε ψιλή άμμο, δεμένοι σε πέτρες όλοι οι δήμαρχοι του κόσμου. Μια πέτρα κενή, το σχοινί δίπλα. Μια γοργόνα του χαμογελάει αινιγματικά. Δείχνει την πέτρα σαν το δελτίου καιρού κάπως…. Ο Δήμαρχος ανοίγει το στόμα του…. Πεντακόσιες τριανταμία φυσαλίδες απελευθερώνονται χαρούμενες και τρέχουν προς το φως της ελευθερίας….
Πετάγεται απ’ το κρεβάτι μούσκεμα. Ξερογλείφεται…νιώθει αλμύρα, πανικοβάλλεται.
Το μεσημέρι υπαγορεύει σοβαρός την απαγόρευση της γοργόνας. Καταστρέφονται όλες οι ουρές ψαριών του δήμου, ακόμη και στα παιχνίδια των παιδιών. Ούτως ή άλλως ο Αλέξανδρος δεν ξέρουμε που είναι θαμμένος. Δεν απαντάμε. Απογοργονοποιηθήκαμε….