τα παγκόσμια rankings σε ο,τιδήποτε, σαν του Πάβλοφ τα σκυλιά ή σαν το κουρδιστό πορτοκάλι, μου έχει φέρει μια ακατονόητη(;) δυσφορία. Βλέπω ελληνική σημαία και νιώθω άσχημα. Σα να είμαι ένοχη για κάτι… Κάτι με κάνει να ντρέπομαι. Ακαθόριστο αλλά ισχυρό… Δε θέλω να βλέπω τη σημαία πια…
Μηδενικό αποτύπωμα, Μινιμαλισμός, Βιγκανισμός και άλλα …βάσανα…
Ή αλλιώς, αγγίζοντας μια ευαίσθητη χορδή.
Για να επιχειρήσουμε μια σταθερή και ουσιαστική πορεία προς το μηδενικό αποτύπωμα, θα πρέπει , πρώτιστα, να βάλουμε κάποια πράγματα στη θέση τους. Χιλιοειπωμένο μεν, αλλά υπενθυμίζουμε ότι μηδενικό αποτύπωμα (zero waste) δεν υπάρχει, παρά μόνο η πορεία προς αυτό. Ποιες, όμως, είναι οι απαιτήσεις για την πορεία αυτή; Ποια η σχέση με τον Μινιμαλισμό ή τον Βιγκανισμό; Είναι απαραίτητες προϋποθέσεις, τάσεις ή καταναγκασμοί; Γνωρίζοντας ότι ακροβατώ σε τεντωμένο σχοινί, θα …προχωρήσω.
Το κοινό που εντοπίζουμε με την πρώτη ματιά είναι ότι πρόκειται για στάσεις ζωής. Είναι, επίσης, ανθρώπινες κοινότητες. Με όρους ή κανόνες, πεποιθήσεις και τάσεις. Ένα άτομο μπορεί να επιλέξει να ζει, ακολουθώντας όλα τα παραπάνω ή ενσωματώνοντας στοιχεία που θεωρεί σημαντικά. Η προσέγγιση, σε βαθμό που δεν πλήττει(!) κανέναν, είναι προσωπική υπόθεση. Ωστόσο, δεν μπορούμε να παρακάμψουμε την πίεση που νιώθουν οι νεοεισερχόμενοι στο χώρο του zero waste καθώς προσπαθούν να ανταποκριθούν σε μια στάση ζωής που δεν είναι βιωματικά ξεκάθαρη στους ίδιους, αλλά πιστεύουν ότι «πρέπει» να ακολουθήσουν χωρίς το προσωπικό τους φίλτρο. Αν δείχνει δυσνόητο όλο αυτό, θα αναφέρω ένα σύνηθες φαινόμενο, σχετικό με την κτήση/απόκτηση υλικών αγαθών, πραγμάτων, αντικειμένων. Ακούγεται η φράση: «Έχω πολλά πράγματα ακόμη που πρέπει να πετάξω… Να έχω μόνο τα απαραίτητα». Συχνά συνοδεύεται με ένα βλέμμα ή έναν αναστεναγμό απογοήτευσης για τη δύσκολη πορεία. Το άτομο δεν θέλει ή δεν μπορεί να αποχωριστεί τα «περιττά» και προστίθεται ένα νέο φορτίο για το ….δρόμο. Όμως, τα καλά νέα είναι, ότι πραγματικά περιττό για το δρόμο μας είναι το φορτίο των ενοχών και της υποχρέωσης. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σχετικά με το βιγκανισμό. Τα μη βίγκαν άτομα, θεωρούνται «βάρβαρα» και ίσως οπισθοδρομικά και βαρύνονται από την ενοχή της επιλογής τους. Κι εδώ έχουμε μερικά καλά νέα, όπως και πολλά σοβαρά θέματα προς συζήτηση. Ας αδειάσουμε έναν κουβά από αυτά…
Πρώτα, όμως, θα υπενθυμίσουμε ότι ο «Δρόμος» μας έχει σκοπό την ευτυχία και την ευημερία. Πάντα με σεβασμό και λογική. Χωρίς ακρότητες και υστερίες. Με γνώση και λογική και λίγη ακόμη …λογική.
Μπορούμε, λοιπόν, να ζούμε όσο πιο zero waste γίνεται, και να είμαστε ή όχι, βίγκαν ή/και μινιμαλιστές. Μπορούν να συνυπάρχουν όλα χωρίς να είναι απαραίτητο. Ας χαλαρώσουμε! Τα αντικείμενα που δεν θέλουμε και –σωστά- τα χαρίζουμε/πουλάμε/ανταλλάσσουμε κλπ, απλά, δεν είναι πια κοντά μας. ΔΕΝ εξαφανίζονται, συνεχίζουν να βρίσκονται πάνω στον πλανήτη. Αν μάλιστα, τα αφήσουμε στην τύχη τους, ίσως έχουν επιβαρυντική κατάληξη. Με λίγα λόγια, δεν είναι zero waste η επιλογή μας να έχουμε λιγότερα αγαθά. Είναι, zero waste, η ενημέρωσή μας για τη σωστή τους διαχείριση. Γι’ αυτό, μην εξαναγκάζεστε στη στέρηση των αντικειμένων σας. Κρατήστε τα, αγαπήστε τα και φροντίστε τα να κρατήσουν για πάντα! Αν πάλι, νιώθετε την ανάγκη να ζήσετε έτσι, θυμηθείτε ότι έχετε να διαπραγματευτείτε τα όρια σε σχέση με τους γύρω σας. Αλληλοσεβασμός και κατανόηση. Ο μινιμαλισμός είναι προσωπική επιλογή· μπορούμε να ενσωματώσουμε πολλά χρήσιμα στοιχεία στη ζωή μας, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός. (Με ένα αναστεναγμό ανακούφισης προχωράμε ένα βήμα…)
Στο βιγκανισμό, τα πράγματα είναι πιο δύσκολα γιατί ο πανύψηλος τοίχος επικαλείται την ενσυναίσθηση και την ευαισθησία μας για άλλες ζωές. Την εκμετάλλευση και τον πόνο. Ποιος δεν θα συμφωνήσει; (Πολλοί ίσως, που δεν είναι εδώ γύρω).
Εδώ κάπου είναι και ο κουβάς με τα καυτά ερωτήματα που μας έμεινε στο χέρι… Η κτηνοτροφία είναι εξαντλητική για το περιβάλλον και κακοποιητική για τα ζώα. Το ίδιο και η λεγόμενη fast fashion. Τι σχέση έχουν αυτά τα δύο; Είναι σωστά αλλά βλέπουν το σύνολο από μια συγκεκριμένη κλειδαρότρυπα. Ποιο είναι το κοινό; Η μαζικότητα και η κακοποίηση/εκμετάλλευση. Αν πάρουμε το βλέμμα μας από την κλειδαρότρυπα και δούμε το σύνολο, διαπιστώνουμε ότι η μαζικότητα και η επεκτατικότητα (Ναι, είναι ο καπιταλισμός ηλίθιε!) είναι το γενικότερο πρόβλημα. Οι ζωντανοί οργανισμοί αλληλοτρώγονται και θα αλληλοτρώγονται όσο υπάρχει ζωή. Ακόμη κι αν ο άνθρωπος πάψει να τρώει κρέας, κάπου κάθε στιγμή, θα χάνονται αμέτρητες ζωές για συντηρηθούν άλλες. Δεν μας εξομοιώνει αυτό με τα ζώα (αν και δεν βλέπω κάποιο κίνδυνο σ’ αυτό) ούτε μας απαλλάσσει απ’ τις ευθύνες μας. Δεν είμαστε ανώτεροι ή κατώτεροι ως είδος. Είμαστε απλά διαφορετικοί. Η θέση μας δεν είναι παρά ένας αυτοπροσδιορισμός καθώς δεν μπορούμε να απαλλαχθούμε από το πρίσμα του είναι μας. Με απλά λόγια, δεν μπορούμε να μας δούμε αντικειμενικά, όσο συνεχίζουμε να είμαστε άνθρωποι. Ανθρώπινο μυαλό, ανθρώπινο αποτέλεσμα (Sorry guys).
Στο σημείο αυτό μπορούμε να προτείνουμε ενόχους, όπως fast production (γρήγορη παραγωγή) και, μη χειρότερα, mass production (μαζική παραγωγή). Σε συνδυασμό με την έλλειψη ethical production (ηθική παραγωγή), φτάνουμε στα σημερινά καταστροφικά αποτελέσματα. Θα μπορούσαμε ίσως να βαπτίσουμε και τον υποφαινόμενο ένοχο non ethical mass fast (Προτείνετε κι εσείς ελεύθερα! Έτσι ξεκινάνε όλα!)
Ξαναγυρνώντας στο άνθρωπο και τα άλλα έμβια όντα, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι έμβια είναι και πολλά από αυτά που δεν αντιλαμβανόμαστε άμεσα και ότι οι γνώσεις μας είναι περιορισμένες (Ναι, κι ας μην φαίνεται). Έτσι, δεν μπορούμε να περιοριζόμαστε στο ενδιαφέρον μας για τα ζώα, όταν δεν γνωρίζουμε τι νιώθουν τα φυτά. Και τι θα κάνουμε αν αποδειχθεί ότι υποφέρουν; Δεν θα ξαναφάμε; Ή θα θεωρείται κακοποιητικός ο μπαχτσές; (Αστείο; Καθόλου!). Επικαλούμαστε άμεσα τη λογική, η οποία μας λέει ότι μπορούμε να τρεφόμαστε με μέτρο και με σεβασμό, όπως είναι στη φύση μας. Αφού έχουμε την ευχέρεια της λογικής σκέψης και της βούλησης και προσθέτοντας την ηθική που είχε παραγκωνιστεί χάριν της οικονομίας. Με απλά λόγια, κάποιος που τρώει ένα κοτόπουλο από το χωριό δεν είναι λιγότερο zero waste από αυτόν που τρώει σόγια (μεγάλη συζήτηση!). Ή αυτός που έχει αντικαταστήσει το ζωικό γάλα με π.χ. αμυγδαλόγαλα πόσο zero waste είναι; Ποιοι πόροι σπαταλιούνται για να παραχθεί; Από πού έρχεται; Τι συμβαίνει με τις μέλισσες στους αμυγδαλεώνες τις Αμερικής; Πόσο ηθικό είναι; Και γιατί πρέπει να πιούμε γάλα τέλος πάντων!
Ο βιγκανισμός, βέβαια, όπως γνωρίζετε, δεν αφορά μόνο στη διατροφή, ούτε μόνο στο κρέας και τα παράγωγά του. Μεταξύ των απαγορευμένων, το μέλι, το μετάξι, το δέρμα ή γούνα κ.α. Αν βάλουμε τις επιλογές αυτές στο μικροσκόπιο θα δούμε ότι ενώ κάποιες είναι ξεκάθαρες (σκοτώνουμε τσιντσιλά για να πάρουμε τη γούνα) κάποιες άλλες οδηγούν σε αμφίβολα συμπεράσματα ή αποτελέσματα. Ας αδειάσουμε μερικά ερωτήματα ακόμη…
Από τι θα έπρεπε να είναι φτιαγμένα τα παπούτσια μας; Από δέρμα, πλαστικό, δερματίνη, ύφασμα, μικροφίμπρα ή τι; Ποιο από αυτά τα υλικά είναι πιο «οικολογικό» ή ακόμη παρά πέρα, ηθικό; Που συγκρούονται όλα αυτά; Γιατί θεωρείται ηθικό, η οδοντόβουρτσά μας να έχει νάυλον τρίχες (που δεν ανακυκλώνονται), αντί τρίχες ουράς αλόγου; Ξέρω, δεν ρωτήσαμε το άλογο αν ήθελε…( Προσοχή! Δεν είναι ειρωνεία).
Γνωρίζετε προφανώς, ότι έχουμε δερμάτινα αρχαιολογικά ευρήματα σε πάρα πολύ καλή κατάσταση. Κι αυτό γιατί με καλή συντήρηση το δέρμα μπορεί να αντέξει αιώνες. Απ’ την άλλη, πόσο μπορούμε να χαρούμε με το δέρμα από ανανά ή κάκτο, όταν αποδομείται σε 3-5 χρόνια; Ακόμη κι αν φτάσει τα 10, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τη λύση οικολογική. Και δεν έχουμε τη σύμφωνη γνώμη των φυτών (Σοβαρά). Το δέρμα αποδομείται με φυσικό τρόπο και είναι φιλικό στον άνθρωπο. Το ίδιο και το βαμβάκι. Πόσο οικολογικό είναι το βαμβάκι όμως; Πόσο υγιεινό είναι φοράμε πλαστικά παπούτσια; Ή ακόμη χειρότερα, να χρησιμοποιούμε ο,τιδήποτε από δερματίνη ή μικροφίμπρα;
Γνωρίζατε ότι η διαδεδομένη χρήση του φοινικέλαιου πλήττει τους ουρακοτάγκους ή ότι το χρώμα καρμίν προέρχεται από τη σύνθλιψη αμέτρητων θηλυκών εντόμων κοχενίλλης; Δεν σας ενδιαφέρει γιατί δεν …ζωγραφίζετε; Να το θέσω αλλιώς, όλοι μας έχουμε χρωματίσει κι έχουμε φάει αμέτρητα άτυχα έντομα, είτε το ξέρουμε είτε όχι. Η καρμίνη είναι χρωστική που μπαίνει σε καλλυντικά και φαγώσιμα, χωρίς πάντα να αναγράφεται εμφανώς. Και τώρα τι; (Υπάρχει και πλανήτης με το όνομα αυτό).
……………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Ενός λεπτού σιγή για όλους τους μπερδεμένους ανθρώπους.
Διαπιστώνουμε ότι ο δρόμος μας για μια Ηθική και Ευτυχισμένη ζωή, μοιάζει ουτοπία. Τα ερωτήματα που αναδύονται είναι αμέτρητα, τα μονοπάτια απάτητα. Ούτε καν ένα λιτό ξεκάθαρο σταυροδρόμι Αρετής-Κακίας.
Ως συνοδοιπόροι , μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον, στο δρόμο αυτό. Το οφείλουμε στον εαυτό μας γιατί το αξίζει. Δεν τον τιμωρούμε για τα λάθη του. Τον αγαπάμε και τον φροντίζουμε. Αυτός, μόνο, πραγματικά, μας ανήκει.
Αραβέλλα Σαλονικίδου | | Featured Articles, Zero Waste και όχι μόνο..., Καλώς ή Κακώς Κείμενα, Νέα | 0 Σχόλια
Κάποτε ήμουν βασίλισσα…
Θέλω να περιπλανηθώ. Να καθυστερήσω, να κοντοσταθώ. Να σχολιάσω μέσα μου τα πλακάκια του πεζοδρομίου, να θαυμάσω το σκυλάκι που φυτρώνει στο κράσπεδο. Να φωτογραφήσω αυτές τις παράξενες λεπτομέρειες που σε κάνουν ν’ αγαπάς τον κόσμο. Να διαμαρτυρηθώ για τις άλλες που μας βασανίζουν. Να σταθώ μπροστά σε μια βιτρίνα και να σκεφτώ τον ιδιοκτήτη. Την οικογένειά του, αν έχει, να αναρωτηθώ για την ηθική του και την φερεγγυότητά του. Να κρυφοκοιτάξω μέσα, στα ανακατεμένα χαρτιά του στο ταμείο… Τα βγάζει πέρα άραγε… Προϊόντα δεν χρειαζόμαστε πια. Όλοι το ξέρουν αυτό.
Θέλω να κάνω βόλτα στην παραλία. Τη νέα, την παλιά, ακόμη κι αυτήν που είναι καταχωνιασμένη κάπου στο μυαλό μου. Να τις ενώσω· να ξεδιπλώσω τον προσωπικό μου χάρτη, για να δω όλη την εικόνα. Πέρα από τα κτίσματα και τις πέτρες. Μέσα στο καραβάκι. Κάτω από αυτό. Εκεί στα λύματα της πόλης. Να τα αναλύσω λεπτομερώς. Να μάθω πότε θα απελευθερωθώ. Πότε θα με αντιμετωπίσουν ως νοήμονα ενήλικα. Πότε θα μου επιτραπεί να ζω φυσιολογικά. Πότε θα πάψουν να με στήνουν στα τρία μέτρα. Πότε θα απαλλαχθώ από την προσωπίδα, τις μάσκες και τα αντισηπτικά. Όχι, δεν ανυπομονώ. Ο χρόνος μου είναι γεμάτος. Περνάω όμορφες στιγμές που μου τις στερούσε η ταχύτητα που ζούμε. Νιώθω όμως, ότι κάτι γίνεται λάθος. Κάτι αλλάζει μέσα μας και γύρω μας, χωρίς επιστροφή. Ένας τοίχος υψώνεται γύρω από τη δημοκρατία –αχ! ποιά είναι αυτή πάλι;
Μπορείτε, αγαπητή μου (ειρωνεύεται μια φωνή μέσα μου,) να πάτε από το Α στο Β, κατόπιν αδείας, και μετά από το Β στο Γ. Ίσως σας επιτρέψουμε να πάτε και Δ, αλλά ποτέ συνεχόμενα. Θα παίρνετε τις άδειές σας, μία μία, όπως η σταγόνες σε κείνο το απεχθές βασανιστήριο. Γιατί στερείστε της νοημοσύνης να προστατέψετε τον εαυτό σας. Είστε μια ανεύθυνη ύπαρξη, εξαρτώμενη πλήρως από το σύνολο και την εξουσία. Και όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά (μα πόσο κλισέ!). Και τότε μπερδεύομαι! Κοιτάζω τα πλακάκια του πεζοδρομίου ξανά. Δεν βλέπω διαφοροποίηση χρώματος, μόνο πατημένες τσίχλες. Δεν ξέρω και τι πιόνι είμαι! Κάποτε ήμουν βασίλισσα…
Αραβέλλα Σαλονικίδου | | Featured Articles, Καλώς ή Κακώς Κείμενα, Πεζά, Ποιήματα, Παραμιλητά, Παραμύθια..., Χωρίς κατηγορία | 0 Σχόλια
Αφού, λοιπόν, σας ενοχλεί…
(Αυτοβιογραφικά Αποσπάσματα)
Ήταν Σάββατο πρωί. Κάναμε εισαγωγή το προηγούμενο βράδυ από τα επείγοντα. Ισχυροί πόνοι στην κοιλιά. Πονάω τόσο πολύ που θέλω να πεθάνω, μου είπε κάποια στιγμή. Αργότερα, μου εξομολογήθηκε ότι πονούσε επί μέρες και δεν είχε πει τίποτε…
Το νοσοκομείο σύγχρονο και καθαρό. Απέπνεε, όμως, μια αίσθηση ανασφάλειας και κενότητας. Αν μου έλεγαν ότι δεν υπάρχει προσωπικό, θα το πίστευα.
Εκείνη την ημέρα, ήταν ταλαιπωρημένος, αξύριστος, χωρίς τη μασέλα του. Δεν ήταν αυτός ο μπαμπάς μου. Ο μπαμπάς μου ήταν πάντα περιποιημένος · τα χέρια του έδιναν την εντύπωση ότι μπορούσαν να σε σώσουν από ο,τιδήποτε. Δεν ήταν δικά του αυτά τα χέρια που έσφιγγαν αδύναμα τα σκεπάσματα…
Η κομμώτρια του νοσοκομείου ήταν εκτάκτως εκεί. Την κάλεσα στο δωμάτιο και την παρακολουθούσα αφηρημένα, να επαναφέρει την εικόνα του. Όταν έφυγε, συνέχισα την περιποίησή του. Σε λίγη ώρα μεταμορφώθηκε. Σκεφτόμουν πόσοι άνθρωποι στον κόσμο στερούνται αυτές τις καθημερινές φροντίδες.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ!» μου είπε και το πρόσωπό του φωτίστηκε. Λέγαμε αστεία, όπως το συνηθίζαμε τις καλές εποχές, πολλά απ’ αυτά μακάβρια. Η οικογένεια πάντα είχε μια κλίση στο μαύρο χιούμορ. Θυμήθηκε τη μαμά του. «Δεν ήταν καλός άνθρωπος» μου εξομολογήθηκε, κάπως σα να το συνειδητοποιούσε εκείνη τη στιγμή.
Ο μπαμπάς είχε ωραία φωνή. Μου τραγούδησε αγαπημένα ποντιακά τραγούδια. Είπε κι ένα που δεν το είχε ξαναπεί. Ακόμη το ακούω μέσα μου καμιά φορά.
«…αν αποθάνω θάψτε με σης θάλασσας του γούμι
Ας κρούει ταλτάν και περ’ κι εμέν’
Και στελ’ με σο Σοχούμι…»
Οι ώρες περνούσαν και ξέραμε και οι δύο ότι αποχαιρετιόμαστε. Ήταν μια αυτοσχέδια προετοιμασία για την αναχώρησή του. Αν εξαιρέσουμε το λόγο, περάσαμε πολύ ωραία. Κάποιες στιγμές ένιωθα το βλέμμα του να έρχεται από μακριά, άλλες να χάνεται κάπου πέρα απ’ τους τοίχους. Η δίνη της ανυπαρξίας τον τραβούσε στα βάθη της.
«Τι δουλειά έχεις εκεί μπαμπά! Όλοι εδώ είμαστε!» τον μάλωσα.
«Σωστό κι αυτό. Δίκιο έχεις» μου είπε και πήγαμε στο επόμενο τραγούδι. Όμως, ένας αόρατος τοίχος , είχε ήδη, αρχίσει να διαφαίνεται μες στο δωμάτιο.
Ήταν λίγο ζεστός. Το δέρμα του απαλό σα μωρού. Δεν είχα πολλά να κάνω. Είχα ζητήσει γιατρό. Τον έβλεπα να καταρρέει μπροστά μου, λεπτό προς λεπτό. «Είναι ιδέα σας» μου είπε η νοσηλεύτρια. «Φυσικά και είναι ιδέα μου. Από ποιον θα δανειζόμουν μια τέτοια ιδέα…» σκέφτηκα. Ήρθαν δύο νεαροί γιατροί. Τον κοίταξαν από απόσταση, μου είπαν ότι δεν βλέπουν κάτι και έφυγαν. Είχαν δίκιο, δεν έβλεπαν.
Κάποια στιγμή τελείωσε ο επιτρεπόμενος χρόνος. Ήξερα ότι δεν θα τον ξανάβλεπα. Δεν χρειαζόταν διάγνωση. Όσο κι αν παρακαλέσαμε, να μείνει κάποιος κοντά του, δεν έγινε δεκτό. Μας έδιωξαν.
Μετά από λίγη ώρα, μας κάλεσαν να γυρίσουμε πίσω. Είχε μεταφερθεί στην εντατική. Ήταν θέμα ωρών.
Αμίλητοι και σκοτεινοί όλοι μας στον προθάλαμο με τα άρρωστα φώτα. Νεκρική σιγή. Το βλέμμα μας στο πάτωμα. Ίσως γιατί έδειχνε να είναι το πιο ασφαλές σημείο. Είχαμε το δικαίωμα να τον δούμε για λίγο. Βυθισμένος στα σεντόνια, σοβαρός, με περίμενε. Έπρεπε να τον απελευθερώσω. Να κόψω την κλωστή που μας ένωνε. Πρώτα, όμως, να του πω όλα αυτά που ήθελα ν’ ακούσει. Νομίζω πως με άκουγε με πολύ προσοχή.
«…είμαστε όλοι εδώ και σε περιμένουμε. Αν κουράστηκες, όμως, φύγε. Θέλω να ξέρεις ότι ήσουν ο καλύτερος μπαμπάς που θα μπορούσα να έχω ποτέ. Αντίο, αγαπημένε μου. Αντίο…»
Φαίνεται πως είχα πολλά να πω, γιατί ήρθε η νοσηλεύτρια και με παρακάλεσε να φύγω.
Έφυγα.
Φύγαμε.
Έφυγε…
……………………………………………………………………………………………………………………………………………
…Μετά από την περιπέτεια της πολιτικής κηδείας σε χωριό, επέστρεψα στην κανονικότητα. Έκανα μια εβδομάδα γραφειοκρατειοθεραπεία , αρχειοθέτηση, ταξινόμηση και ο,τιδήποτε θύμιζε κουτί. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε πως θα κάνουμε τον τάφο. Ξέρω ότι θα προτιμούσε να ρίχναμε τη στάχτη του στη θάλασσα που τόσο λάτρευε· του Πόντου κατά προτίμηση. Στο αιφνίδιο της απώλειάς του, όμως, τα αντανακλαστικά μας, το απέκλεισαν. Δεν είχε δηλώσει ποτέ άθεος, αλλά ήταν αυτός που μου έδωσε το έναυσμα να αμφισβητώ. Εκείνο το Πάσχα, που έσβησε το «Άγιο Φως» στο δρόμο και το άναψε με τον αναπτήρα του. Κι έτσι, απλά, γκρέμισε συθέμελα το οικοδόμημα τής παιδικής μου φαντασίας, με μια φράση: «Κι ο παπάς με αναπτήρα το ανάβει». Ε, ναι. Πως αλλιώς;
Ο μπαμπάς ήταν κοκκινομάλλης με λευκό δέρμα και φακίδες σ’ όλο το σώμα. Όταν ήταν μικρός, έψελνε στην εκκλησία. Ο παπάς κάποια μέρα τον πρόσβαλε, λέγοντάς του ότι βάφει τα μαλλιά του. Η προσβολή ήταν σοβαρή για την εποχή, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που απομακρύνθηκε από την εκκλησία. Η εκκλησία είχε απομακρυνθεί από το σκοπό της. Ήταν ο πόλεμος που έφταιγε; Οι άνθρωποι με τα πάθη τους, ή απλά, δεν υπάρχει θεός;
Δε θα χτίσουμε τάφο. Θα φυτέψουμε μια ροδιά. Η μια ελιά. Ίσως βάλουμε παχύφυτα. Να βρούμε ποια αντέχουν εκεί. Εξάλλου, το όνειρό του ήταν να γίνει κηπουρός, απλά ήταν πιο οικείο στην οικογένεια να γίνει ράφτης. Έμπηγε στο χώμα, κουκούτσια, κλαδάκια, σπόρους, κι όλα φύτρωναν. Πάντα πίστευα, ότι το μπαλκόνι μας έπρεπε να πάρει κάποιο είδος βραβείου. Δεν ήταν ένας τυπικός περιποιημένος κήπος με ομοιομορφία και σχεδιασμό. Ήταν μια φυσική αστική ζούγκλα. Θυμάμαι, κάποτε που βρέθηκα σε κάποιο μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας, και είδα για πρώτη φορά που ζούσαμε, αντιλήφθηκα τι είχε δημιουργήσει. «Αλήθεια, αυτό είναι το σπίτι σου; Ώστε, εσείς μένετε εκεί; Πιστεύαμε ότι ζουν κάποιοι παράξενοι άνθρωποι, εκεί…». Και μήπως, δεν ήμασταν παράξενοι;
Ζώντας μέσα σ’ αυτό το μίνι παράδεισο που μας έφτιαξε, δυσκολεύτηκα πολύ, να ζω κάπου, χωρίς δέντρα και λουλούδια. Είχα συνηθίσει να τρώω φρούτα απ’ το μπαλκόνι, αφού τα περίμενα υπομονετικά να ωριμάσουν, να φροντίζω πουλιά που έβρισκαν καταφύγιο εκεί… Τα ζώα ήταν ευπρόσδεκτα στο σπίτι. Έτρωγαν άφοβα απ’ τα χέρια του. Κάποια φεγγάρια χελώνες, σε κάποια φάση κουνέλια ή πουλιά. Ακόμη κι ελεύθερα μέσα στο σπίτι. Κι όμως ήταν πάντα καθαρό και τακτοποιημένο στην εντέλεια. Ήταν και η μαμά μέρος αυτής της χημείας… Όμως, αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Εντωμεταξύ, περιμέναμε να κάτσει το χώμα, όταν μας τηλεφώνησαν και μας ενημέρωσαν ότι ένας γείτονας έχει προεκτείνει τον τάφο του πατέρα του, σχεδόν μέχρι του άφτιαχτου δικού μας. Ποιος είναι; Αυτός! Ο γείτονας που αποκαλούσε τους γονείς , «θεία» και «θείο». Ο γείτονας μας, στο απέναντι σπίτι. Που τον φέραμε απ’ το χωριό να μας κάνει δουλειά ως μάστορας., γιατί η μαμά του είχε αδυναμία. «Δικό μας παιδί!» Του τηλεφώνησα. Δεν κατάλαβα ακριβώς το σκοπό του. Δεν είχα καν εικόνα. Τον παρακάλεσα να σταματήσει τις εργασίες. Είχε ήδη καταπατήσει το διάδρομο που έπρεπε να υπάρχει ανάμεσα στους τάφους. Δεν το θεώρησα σοβαρό αρχικά και μείναμε ήσυχοι για λίγο. Ώσπου σε ένα δεύτερο τηλεφώνημα, πληροφορηθήκαμε ότι επεκτάθηκε κι άλλο, χτίζοντας ένα σκαλοπάτι. Πλέον, έχτιζε πάνω στον τάφο του μπαμπά. Η μαμά, απαρηγόρητη. Εμείς όλοι, θυμωμένοι. Τηλεφωνήματα, φωνές, ασυνεννοησία, κενό. Επανάληψη. Μα, τι διάολο! Πολιτισμένοι άνθρωποι είμαστε. Καλούμε την Κοινότητα, μετά το Δήμο. Έγγραφα, τηλεφωνήματα, χάσιμο χρόνου, αναμονή, κενό, επανάληψη. Φτάσαμε στη νομική υπηρεσία του Δήμου. Εγώ, μάρτυρας. Δικαστήρια και αναβολές. Αυτοψίες, έγγραφα, επιστολές, αναμονή, κενό, επανάληψη. Σαν ένα σετ ασκήσεων υπομονής….
……………………………………………………………………………………………………………………………………..
Πέρασαν έξι χρόνια. Το δικαστήριο αποφάνθηκε, ότι κακώς κινήθηκε διαδικασία μ’ αυτό τον τρόπο, καθώς το έδαφος των κοιμητηρίων δεν ανήκει στο Δήμο, αλλά στην Περιφέρεια. Πατήσαμε στον κάλο όλης της Ελλάδας. Κι ο μπαμπάς εκεί. Χωρίς δέντρο, χωρίς σήμανση. Σα να μην υπήρξε. Τι ειρωνεία, δεκαεφτά χρόνια στα δικαστήρια για το σπίτι του εν ζωή, και τώρα δικαστήρια για το σπίτι του στο θάνατο. Θυμάμαι πολλά χρόνια πριν, αγόραζα βιβλία από κάποιον πλανόδιο πωλητή. Επέμενε να μου κάνει τον αστρολογικό μου χάρτη. Κάποτε μου τον έφερε, εκτυπωμένο –τι χρόνια!- και σε κάποιο σημείο ανέφερε ότι θα εμπλακώ σε πολυετείς δικαστικές διαμάχες τρίτων(!). Το κορόιδεψα και λίγο, είναι η αλήθεια. Άσε, που μου φάνηκε πολύ εξεζητημένη λεπτομέρεια. Η ζωή, όμως, είναι πιο ευφάνταστη απ’ αυτό που νομίζουμε… Επίσης, με τον καιρό κατάλαβα και την φράση: «Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες». Ναι, αν δεν προσέξεις, συμβαίνει. Δουλειές με τα λόγια, μυστικά που τα παίρνει κάποιος στον τάφο, και μια μέρα βρίσκεσαι μπροστά σε ένα νέο κόσμο, όπου δεν έχεις πια αδέρφια και οικογένεια. Είσαι μόνο, ό,τι έχεις φτιάξει στο παρόν. Και αυτό, δεν είναι απλά μια άλλη ιστορία. Είναι ένα μάθημα ζωής που δεν έχει τελειώσει ακόμη. Το δουλεύουμε συλλογικά.
Φτάνουμε κάποια στιγμή στις 17 Δεκεμβρίου του ’20. Τέτοια μέρα, πριν χρόνια θα του αγόραζα μια πολύχρωμη γραβάτα ή ένα παράξενο ραδιοφωνάκι. Τώρα, το μόνο που μπορούσα να του πάρω δώρο, ήταν ένα τηλεφώνημα στην Περιφέρεια, μετά στο Δήμο, στον αντιδήμαρχο, τον γραμματέα, τον συμβασιούχο, τον προϊστάμενο…. Τηλεφωνώ από τις 17 έως τις 30 Δεκεμβρίου.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Ο προϊστάμενος
Το πρώτο που με εντυπωσίασε ήταν ότι –αν και σε άλλο νομό- ήταν ενήμερος. Ευγενικός, υπομονετικός. Δεν με διέκοψε, δεν φάνηκε έκπληκτος όπως είχα συνηθίσει . Όταν ήρθε η σειρά του να μιλήσει, ξεκίνησε τη φράση του κάπως έτσι: « Αφού σας ενοχλεί αυτό….». Δεν πίστευα ότι ήθελε να πει αυτό και προσπάθησα να τον βοηθήσω να το διορθώσει. Ατυχής έκφραση… δε μπορεί! Κι όμως, άκαρπη η προσπάθεια, τον ακούω να επαναλαμβάνει: «Αφού, λοιπόν, σας ενοχλεί αυτό…». Μάλλον τα είχα μπερδέψει. Δεν ήμουν εγώ που προσπαθούσα να τον πείσω για κάτι, αυτός προσπαθούσε…
Η φροντίδα των νεκρών είναι, ίσως, η πιο χειροπιαστή ένδειξη του επιπέδου του πολιτισμού ενός λαού. Αυτή η προσπάθεια του είδους μας να ξεχωρίσει από την πεζότητα των βιολογικών διαδικασιών. Η επιθυμία να δημιουργήσει την Αλήθεια (μη λήθη) του, δημιουργώντας μια τεχνητή αθανασία σ’ όλους αυτούς που υπήρξαν. Να δώσει, έστω και ψευδώς, την αίσθηση ότι κάποιο κρυφό νόημα υπάρχει στην ύπαρξή μας. Δε μπορεί να βρεθήκαμε εδώ, μόνο και μόνο για να πεθάνουμε μια μέρα και να γίνουμε λίπασμα. Το σώμα μας είναι αυτό που θα γυρίσει στη γη. Όλα τα υπόλοιπα, μαζί και η αγάπη μας, θέλουν το ορατό τους σπίτι. Αυτή την τελευταία κατοικία της μνήμης. Ακόμη κι αν πρόκειται για ένα δέντρο χωρίς όνομα.
Δεν είπα τίποτε για όλα αυτά. Εγώ προσωπικά, προτιμώ να με διαμελίσουν για την επιστήμη. Και να μη ξεχάσουν το δέρμα! Όλοι το ξεχνούν αυτό….
Το τηλεφώνημα τελείωσε αισίως, ενημερώθηκα, ανταλλάξαμε τα σχετικά, τα τυπικά και όλα τα λοιπά, αλλά το δικό μου ακουστικό, παρέμενε ανοιχτό. Άκουγα, ξανά και ξανά την ίδια φράση: «Αφού, λοιπόν, σας ενοχλεί…»
Ναι. Πολύ μ’ ενοχλεί.
Αραβέλλα Σαλονικίδου | | Καλώς ή Κακώς Κείμενα, Νέα | 0 Σχόλια
ΜΑΝΤΑΛΑΚΙΑ ΡΟΥΧΩΝ
Το μανταλάκι, ως κατοχυρωμένη πατέντα, πρωτοεμφανίστηκε το 1832 στο Σάλεμ, από τον Samuel Pryor. Ωστόσο, αυτό που μοιάζει με το μανταλάκι που χρησιμοποιούμε σήμερα, εφευρέθηκε από τον Davis Μ. Smith το 1853, ενώ αρκετά χρόνια αργότερα, το 1887, βελτιώθηκε από τον Solon E. Moore. Σήμερα υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη, ποιότητες και μορφές, με επικρατέστερη, αυτή των 2 τεμαχίων που ενώνονται με ένα μεταλλικό ελατήριο.
Μανταλάκια υπάρχουν ξύλινα (από οξιά, ακακία, μπαμπού κ.ά.), πλαστικά, σιλικόνης ή μεταλλικά (με επένδυση ή ανοξείδωτα).
Υπάρχουν, επίσης τα storm pegs (μανταλάκια θυέλλης) για σίγουρο κράτημα σε περίπτωση κακοκαιρίας, τα οποία συνήθως είναι ενός μονοκόμματου τεμαχίου με μια βαθιά εγκοπή.
Storm pegs
Στην καθημερινότητα, το μανταλάκι είναι ένα φθηνό αναλώσιμο και ελάχιστοι δίνουν σημασία στην επιλογή, την αγορά ή τη συντήρησή του. Τα περισσότερα μανταλάκια που χρησιμοποιούνται ευρέως, είναι από ευτελή πλαστικά και σε συνδυασμό με την παραμέλησή τους, καταλήγουν σπασμένα στο έδαφος, συχνά μαζί με το άτυχο ρούχο.
Ποια είναι, όμως, η καλύτερη επιλογή και ποια τα κριτήρια επιλογής; Πως τα συντηρούμε;
Πρώτα απ’ όλα, να δούμε τι είναι αυτό που ζητάμε από ένα μανταλάκι!
Θέλουμε να είναι:
- Σταθερό, με εύκολη επαναφορά (όταν υπάρχει)
- Ανθεκτικό
- Εύκολο στο καθάρισμα
- Προσιτό
- Φιλικό στο περιβάλλον σε όλα τα στάδια (από την παραγωγή του μέχρι την ημέρα που θα το πετάξουμε …αν το πετάξουμε!) και γιατί όχι
- Καλαίσθητο (οι λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά)
Δε θέλουμε να:
- Είναι χαλαρό
- Αφήνει σημάδια πίεσης
- Λερώνει τα ρούχα
Η επιλογή, πάντα, καθορίζεται από τις προσωπικές μας προτιμήσεις και ανάγκες, αρκεί να λάβουμε υπόψη ότι:
- Από οποιοδήποτε υλικό κι αν έχουν κατασκευαστεί, τα μανταλάκια ΔΕΝ τα αφήνουμε ποτέ στο σύρμα, ή εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες ή και τα δυο ταυτόχρονα.
- Χρησιμοποιούμε κλειστό κουτί (ή ο,τι άλλο) για την αποθήκευσή τους, χωρίς τρύπες ή ανοίγματα και ποτέ σε χώρους με ακραίες θερμοκρασίες ή/και υγρασία.
- 1-2 φορές το χρόνο, τα πλένουμε και τα σκουπίζουμε σχολαστικά.
Μανταλάκια από;
Ξύλο
Τα ξύλινα μανταλάκια απαιτούν πολύτιμη πρώτη ύλη. Ακόμη κι αν έχουν κάποια ιδιαίτερη επεξεργασία, είναι ευαίσθητα στην υγρασία και το νερό. Επειδή είναι απορροφητικά, αφήνουν σημάδια ή λεκέδες με το πέρασμα του χρόνου. Τα μπαμπού, αν και σαφώς υπερτερούν των υπόλοιπων ξύλινων, προέρχονται από μακρινές χώρες. Ωστόσο, είναι μια καλή επιλογή, αν ζούμε σε περιοχή όπου καλλιεργείται μπαμπού.
Σημ. Με τα ξύλινα μανταλάκια μπορούμε να κάνουμε υπέροχες δημιουργίες, χρηστικές, εκπαιδευτικές κατασκευές και παιχνίδια. Ενδεικτικά:
Σιλικόνη
Οι σιλικόνες είναι συνθετικά πολυμερή, με εξαιρετικά ευρύ πεδίο εφαρμογών. Θερμοάντοχες, με αντίσταση στο νερό και την υπεριώδη ακτινοβολία, χαμηλής τοξικότητας, θεωρούνται φιλικές για τον άνθρωπο και το περιβάλλον, αντικαθιστώντας ή συμπληρώνοντας συχνά το πλαστικό. (Προσωπικά, θεωρώ ότι είναι πολύ νωρίς για ασφαλή συμπεράσματα). Στα μανταλάκια, συνήθως, χρησιμοποιείται ως «μαξιλαράκι» για να μην μένουν σημάδια στα ρούχα. Μπορεί, λοιπόν, κάποια μανταλάκια να ονομάζονται σιλικόνης, προδιαθέτοντας για τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αλλά αν τα υπόλοιπα μέρη είναι κατασκευασμένα από πλαστικό, δεν υπάρχει κανένα πλεονέκτημα έναντι αυτών που είναι φτιαγμένα εξ ολοκλήρου από πλαστικό.
Μέταλλο
Τα μεταλλικά μανταλάκια δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα, κυρίως επειδή δεν είναι επιλογή των κατασκευαστών, παρά λόγω συγκεκριμένων μειονεκτημάτων. Κάποια είδη, με ντυμένο μέταλλο, συνηθίζονται για χρήση σε ταξίδια, κάμπινγκ κλπ ενώ τα ανοξείδωτα έχουν «μαξιλαράκια» πλαστικού ή σιλικόνης στο σημείο επαφής για να μην αφήνουν σημάδια. (Σύντομα θα επανέλθω μετά από κάποιες δοκιμές σχετικά)
Πλαστικό
Το πλαστικό είναι αναμφισβήτητα, ο αποδιοπομπαίος τράγος της εποχής μας, και όχι άδικα, καθώς ρυπαίνει τον πλανήτη επικίνδυνα. Το χειρότερο δε, καθώς αποδομείται, μπαίνει στην τροφική αλυσίδα, απειλώντας την υγεία και τη ζωή, ανθρώπων και ζώων. Συχνά, όμως, είναι η καλύτερη επιλογή για κάποια αντικείμενα, με την προϋπόθεση της σωστής χρήσης.
Όσο κι αν σας φανεί παράξενο, ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά, και μετά από πολυετή πειράματα, προτείνω πλαστικά μανταλάκια με άκρα σιλικόνης και σωστή συντήρηση. Αν είναι, μάλιστα, κατασκευασμένα από επαναχρησιμοποιημένο πλαστικό, ακόμη καλύτερα. Προσωπικά, είμαι ευχαριστημένη από τα Champion (ελληνική επιχείρηση), τα οποία κόστιζαν 5 ευρώ έναντι άλλων που κόστιζαν 1 ευρώ την ίδια εποχή με ίδιο αριθμό τεμαχίων. Τα χρησιμοποιώ 15 χρόνια και παραμένουν ανέγγιχτα από το χρόνο. Η πρόταση δεν είναι διαφημιστική, καθώς δεν ξέρω αν παράγονται ακόμη, ούτε που θα τα βρείτε, αν και ομολογώ έψαξα λιγάκι χωρίς επιτυχία).
Και μερικά μανταλάκια από διάφορα μέρη του…διαδικτύου!
Ετικέτες: Μανταλάκια, Clothespins, Pegs, Storm pegs
Αραβέλλα Σαλονικίδου | | Zero Waste και όχι μόνο..., Νέα, Προτάσεις | 3 Σχόλια