Βαθύ κόκκινο. Όπως μόνο το βελούδο μπορεί. Ένα φόρεμα κοκτέιλ από βαθυκόκκινο σιφόν με ντυμένα κουμπιά κι ανοιχτό ντεκολτέ. Το βγάζω από τη θήκη προσεκτικά. Πάνε δεκαετίες πλέον…. Νομίζω πως το έραψα για ένα γάμο, ή μήπως για ένα ρεβεγιόν; Ρεβεγιόν; Τι φάση κι αυτή! Το κρατάω μπροστά μου με την κρεμάστρα. Το άλλο χέρι στη μέση, όπως αρμόζει απέναντι στον καθρέφτη. Αυτός αμείλικτος, με παρατηρεί εξονυχιστικά. Δε βγάζει μιλιά. Είναι πολύ παλιός, ξέρει πότε να σωπαίνει…. Χαϊδεύω μηχανικά την πλαϊνή ραφή,  προχωράω στο στήθος. Σκαλώνω στα κουμπιά, μπαίνω στις πτυχώσεις. Το μυρίζω. Ψάχνω για μια υποψία μυρωδιάς. Τίποτε. Χωρίς άρωμα, χωρίς ιδρώτα. Είναι ένα ξένο ρούχο πια. Απάνθρωπο…

Ξανακοιτάζω στον καθρέφτη. Εμένα, το φόρεμα. Περνάω στην άλλη πλευρά, είμαι εκείνη που το φορούσε. Λάμπω! Είμαι σε μια φωτογραφία με κατακόκκινα χείλη. Γελάω, ενώ κάποιος μου ψιθυρίζει στο αυτί ένα μυστικό. Τι ήταν άραγε; Έχω θάψει όλα τα μυστικά τόσο βαθιά που χάθηκαν. Με κατάπιαν κι εμένα. Το κόκκινο φόρεμα πέφτει αναπάντεχα στο πάτωμα κενό. Σαν κηλίδα από αίμα. Είμαι απέναντι απ’ τον καθρέφτη γυμνή. Καινούργια, χωρίς παρελθόν. Δεν την γνωρίζω αυτήν που φορούσε αυτό το φόρεμα. Ούτε αυτήν, ούτε τα μυστικά της. Σκύβω να σηκώσω το φόρεμα, αλλά δε μπορώ. Γυρίζουν πίσω τα χέρια μου άδεια. Γονατίζω, αλλά ούτε και τώρα μπορώ. Είναι πολύ βαθύ το κόκκινο. Ξύνω με τα νύχια μου το πάτωμα. Ματώνω. Έπρεπε να ήμουν εκεί, μέσα στο φόρεμα, με το λαμπερό χαμόγελο και τα παράξενα παπούτσια. Κοιτάζω τα ακροδάχτυλα των ποδιών μου, ασπρίζουν έχοντας αδράξει το πάτωμα γερά. Δε μπορώ πια να πάω πουθενά. Έχω εγκλωβιστεί στο παρόν. Γυμνή, χωρίς μυστικά, ξυπόλυτη. Με ένα ιδιότροπο κόκκινο φόρεμα που κρέμεται τριάντα χρόνια  στη ντουλάπα με γυρισμένη την πλάτη. Που αρνείται να με κοιτάξει. Τέλειο, άοσμο, ανέπαφο. Με το ντεκολτέ  να με χλευάζει. Κι έχουμε περάσει τόσα μαζί…

Ρίχνω μια βιαστική ματιά στον καθρέφτη. Δείχνω πολύ αυστηρή. Καλά θα κάνει να σωπάσει για πάντα. Ό,τι συμβαίνει πρέπει να μείνει αναμεταξύ μας. Ανοίγω το συρτάρι και βγάζω το παλιό ραφτάδικο ψαλίδι μου. Είναι θαυμαστό εργαλείο το ψαλίδι. Δημιουργός και καταστροφέας ταυτόχρονα. Ψαλιδίζω δοκιμαστικά  στον αέρα. Οι λάμες ακούγονται ετοιμοπόλεμες. Πλησιάζω το κόκκινο φόρεμα που είναι ακόμη πεσμένο στο πάτωμα. Το ισιώνω, διορθώνω τα μανίκια, το περιεργάζομαι ξανά απ’ την αρχή. Κάθομαι στο πάτωμα δίπλα του, με το ψαλίδι στο χέρι.

Χαμογελάω. Κόβω προσεκτικά μια κλωστούλα που ξέφυγε απ’ το στρίφωμα. Είναι το φόρεμα της νιότης μου. Το αγαπώ.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail