Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας βάτραχος…

Μπορεί και περισσότεροι, αλλά μόνο ένας ήταν φιλημένος.

Καθόταν ακόαστος στην άκρη μιας λιμνούλας και ήταν στο τρίτο σφηνάκι fly52, όταν την είδε. Πήδηξε αντανακλαστικά στο πιο κοντινό φύλλο για να την αποφύγει. Την τελευταία φορά που έμπλεξε με ανθρωπογυναίκα δεν είχε καλά ξεμπερδέματα. Κατέληξε σε ενυδρείο ειδικής αγωγής και θα ήταν ακόμη εκεί αν δεν τον έσωζε εκείνο το αδέξιο ανθρωποκοριτσάκι. Τον είχε αρπάξει άγαρμπα κάποια στιγμή που δεν κοιτούσε κανείς, άρχισε να τον φιλάει, αυτός γλίστρησε, έπεσε άτσαλα στα πλακάκια κι ευτυχώς ξέφυγε μ’ ελαφρά πηδηματάκια στα γρήγορα…. Είχε ακούσει ότι θα τον χρησιμοποιούσαν ως πειραματόζωο, γιατί, λέει , οι άνθρωποι έχουν κάποιες ομοιότητες με τα βατράχια και τραβούσαν πολύ χοντρό ζόρι με έναν ιό που φορούσε κορώνα, ή τέλος πάντων, κάτι τέτοιο… Δεν ήθελε να μάθει, ούτε ν’ ακούσει τίποτε σχετικά. Λούφαξε κάτω από ένα φύλλο, κι όταν βράδιασε, έφτασε κουτρουπηδώντας  στη Λιμνούπολη. Έκανε μέρες  να συνέλθει από την απαγωγή , αν και περισσότερο τον ενοχλούσαν τα πειράγματα στο «Γλιτσιασμένο Βότσαλο». Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην ξαναπάει, αλλά ξέρετε τη δύναμη της συνήθειας…

Έπινε το fly του, για άλλη μια φορά, με το ζόρι. Οι μύγες δεν ήταν πολύ καλές αλλά δεν έπαιζε τίποτε καλύτερο στην περιοχή. Η ανθρωπογυναίκα, που για συντομία θα την σκεφτόταν από δω και πέρα ως Μιν , τσαλαβουτούσε στα ρηχά ψάχνοντας… Αρχικά, κράτησε την αναπνοή του απ’ το φόβο του ή μπορεί και να κόπηκε μόνη της, μετά όμως, το ξανασκέφτηκε… Έπρεπε να λύσει το πρόβλημά του μια και καλή. Έπρεπε να το αντιμετωπίσει. Κάπου είχε κρυμμένα χάπια ανθρωποφωνής. Του τα είχε πουλήσει ένας πλανόδιος βατραχονομάδας που επέμενε για τη χρησιμότητά τους. Τα πήρε περισσότερο επειδή τον είχε ζαλίσει και δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Να που θα ήταν χρήσιμα, τελικά. Κατάπιε βιαστικά ένα χάπι και περίμενε. Ένας ήχος ξεπήδησε απ’ το λάρυγγά του χωρίς να το θέλει. Άκουσε τη νέα του φωνή να λέει: «Ένα, δύο, ένα!» «Ακούει κανείς;» Τρόμαξε τόσο που τα μάτια του βγήκαν λίγο ακόμη παραέξω. Αφουγκρασμός. Άκουσε τη Μιν να συμμαζεύει τις κινήσεις της και να κάνει το ίδιο. «’Εμπλεξα» σκέφτηκε. Και τότε αντιλήφθηκε ότι το είπε δυνατά με ανθρώπινη φωνή. Δεν ήξερε πως δουλεύει αυτή η ιστορία…

«Δεν είναι αυτό που νομίζεις!» την άκουσε να λέει.

Ό,τι χειρότερο…

«Τι θέλεις από μένα;» Άκουσε τη φωνή του που είχε πάρει πρωτοβουλία.

«Στάσου, μια στιγμή! Δε θέλω το κακό σου!»

«Αυτά λένε σε όλα τα παραμύθια και μετά όλοι ξέρουμε που καταλήγεις.  Σε τίποτε βαρετά παλάτια με καμιά χαζοχαρούμενη πριγκίπισσα!»

«Άκουσέ με! Έχω πληροφορίες ότι η συγγραφέας δεν έχει ιδέα που θα καταλήξει αυτή η ιστορία. Στο χέρι μας είναι. Ή στο πόδι σου ξερωγώ…»

«Καλά βγαίνω, αλλά μην πλησιάζεις ακόμη»

«Οκ, take your time…”

«Κοίτα, μη με μπερδεύεις με άλλες γλώσσες! Απλό χάπι πήρα. Ξέρεις πόσο έκανε το multi;»

«Καλά, με το πάσο σου τέλος πάντων…»

«Λοιπόν;»

«Λοιπόν τι;»

«Τι θέλεις  από μένα;»

«Να γίνουμε φίλοι, απλά»

«Πλάκα κάνεις ρε κοπελιά; Τι με πέρασες;  Για την αλεπού του πρίγκιπα;  Άστο, τα ξέρουμε αυτά…»

«Όχι, μωρέ. Ένα challenge είναι… Τώρα με την καραντίνα. Ξέρεις παρακράτησε…»

«Και τι λέει αυτό το τσάλεντζ;»

«Να, πρέπει να φιλήσω ένα βάτραχο και να  ανεβάσω τη φωτογραφία στο insta»

«Ε, πες το βρε παιδί μου και φρίκαρα! Σπίτι σου ή σπίτι μου;»

Βάτραχος χωρίς κορώνα, Ακρυλικό σε καμβά, Αραβέλλα Σαλονικίδου 2021

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail