(Αυτοβιογραφικά Αποσπάσματα)
Ήταν Σάββατο πρωί. Κάναμε εισαγωγή το προηγούμενο βράδυ από τα επείγοντα. Ισχυροί πόνοι στην κοιλιά. Πονάω τόσο πολύ που θέλω να πεθάνω, μου είπε κάποια στιγμή. Αργότερα, μου εξομολογήθηκε ότι πονούσε επί μέρες και δεν είχε πει τίποτε…
Το νοσοκομείο σύγχρονο και καθαρό. Απέπνεε, όμως, μια αίσθηση ανασφάλειας και κενότητας. Αν μου έλεγαν ότι δεν υπάρχει προσωπικό, θα το πίστευα.
Εκείνη την ημέρα, ήταν ταλαιπωρημένος, αξύριστος, χωρίς τη μασέλα του. Δεν ήταν αυτός ο μπαμπάς μου. Ο μπαμπάς μου ήταν πάντα περιποιημένος · τα χέρια του έδιναν την εντύπωση ότι μπορούσαν να σε σώσουν από ο,τιδήποτε. Δεν ήταν δικά του αυτά τα χέρια που έσφιγγαν αδύναμα τα σκεπάσματα…
Η κομμώτρια του νοσοκομείου ήταν εκτάκτως εκεί. Την κάλεσα στο δωμάτιο και την παρακολουθούσα αφηρημένα, να επαναφέρει την εικόνα του. Όταν έφυγε, συνέχισα την περιποίησή του. Σε λίγη ώρα μεταμορφώθηκε. Σκεφτόμουν πόσοι άνθρωποι στον κόσμο στερούνται αυτές τις καθημερινές φροντίδες.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ!» μου είπε και το πρόσωπό του φωτίστηκε. Λέγαμε αστεία, όπως το συνηθίζαμε τις καλές εποχές, πολλά απ’ αυτά μακάβρια. Η οικογένεια πάντα είχε μια κλίση στο μαύρο χιούμορ. Θυμήθηκε τη μαμά του. «Δεν ήταν καλός άνθρωπος» μου εξομολογήθηκε, κάπως σα να το συνειδητοποιούσε εκείνη τη στιγμή.
Ο μπαμπάς είχε ωραία φωνή. Μου τραγούδησε αγαπημένα ποντιακά τραγούδια. Είπε κι ένα που δεν το είχε ξαναπεί. Ακόμη το ακούω μέσα μου καμιά φορά.
«…αν αποθάνω θάψτε με σης θάλασσας του γούμι
Ας κρούει ταλτάν και περ’ κι εμέν’
Και στελ’ με σο Σοχούμι…»
Οι ώρες περνούσαν και ξέραμε και οι δύο ότι αποχαιρετιόμαστε. Ήταν μια αυτοσχέδια προετοιμασία για την αναχώρησή του. Αν εξαιρέσουμε το λόγο, περάσαμε πολύ ωραία. Κάποιες στιγμές ένιωθα το βλέμμα του να έρχεται από μακριά, άλλες να χάνεται κάπου πέρα απ’ τους τοίχους. Η δίνη της ανυπαρξίας τον τραβούσε στα βάθη της.
«Τι δουλειά έχεις εκεί μπαμπά! Όλοι εδώ είμαστε!» τον μάλωσα.
«Σωστό κι αυτό. Δίκιο έχεις» μου είπε και πήγαμε στο επόμενο τραγούδι. Όμως, ένας αόρατος τοίχος , είχε ήδη, αρχίσει να διαφαίνεται μες στο δωμάτιο.
Ήταν λίγο ζεστός. Το δέρμα του απαλό σα μωρού. Δεν είχα πολλά να κάνω. Είχα ζητήσει γιατρό. Τον έβλεπα να καταρρέει μπροστά μου, λεπτό προς λεπτό. «Είναι ιδέα σας» μου είπε η νοσηλεύτρια. «Φυσικά και είναι ιδέα μου. Από ποιον θα δανειζόμουν μια τέτοια ιδέα…» σκέφτηκα. Ήρθαν δύο νεαροί γιατροί. Τον κοίταξαν από απόσταση, μου είπαν ότι δεν βλέπουν κάτι και έφυγαν. Είχαν δίκιο, δεν έβλεπαν.
Κάποια στιγμή τελείωσε ο επιτρεπόμενος χρόνος. Ήξερα ότι δεν θα τον ξανάβλεπα. Δεν χρειαζόταν διάγνωση. Όσο κι αν παρακαλέσαμε, να μείνει κάποιος κοντά του, δεν έγινε δεκτό. Μας έδιωξαν.
Μετά από λίγη ώρα, μας κάλεσαν να γυρίσουμε πίσω. Είχε μεταφερθεί στην εντατική. Ήταν θέμα ωρών.
Αμίλητοι και σκοτεινοί όλοι μας στον προθάλαμο με τα άρρωστα φώτα. Νεκρική σιγή. Το βλέμμα μας στο πάτωμα. Ίσως γιατί έδειχνε να είναι το πιο ασφαλές σημείο. Είχαμε το δικαίωμα να τον δούμε για λίγο. Βυθισμένος στα σεντόνια, σοβαρός, με περίμενε. Έπρεπε να τον απελευθερώσω. Να κόψω την κλωστή που μας ένωνε. Πρώτα, όμως, να του πω όλα αυτά που ήθελα ν’ ακούσει. Νομίζω πως με άκουγε με πολύ προσοχή.
«…είμαστε όλοι εδώ και σε περιμένουμε. Αν κουράστηκες, όμως, φύγε. Θέλω να ξέρεις ότι ήσουν ο καλύτερος μπαμπάς που θα μπορούσα να έχω ποτέ. Αντίο, αγαπημένε μου. Αντίο…»
Φαίνεται πως είχα πολλά να πω, γιατί ήρθε η νοσηλεύτρια και με παρακάλεσε να φύγω.
Έφυγα.
Φύγαμε.
Έφυγε…
……………………………………………………………………………………………………………………………………………
…Μετά από την περιπέτεια της πολιτικής κηδείας σε χωριό, επέστρεψα στην κανονικότητα. Έκανα μια εβδομάδα γραφειοκρατειοθεραπεία , αρχειοθέτηση, ταξινόμηση και ο,τιδήποτε θύμιζε κουτί. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε πως θα κάνουμε τον τάφο. Ξέρω ότι θα προτιμούσε να ρίχναμε τη στάχτη του στη θάλασσα που τόσο λάτρευε· του Πόντου κατά προτίμηση. Στο αιφνίδιο της απώλειάς του, όμως, τα αντανακλαστικά μας, το απέκλεισαν. Δεν είχε δηλώσει ποτέ άθεος, αλλά ήταν αυτός που μου έδωσε το έναυσμα να αμφισβητώ. Εκείνο το Πάσχα, που έσβησε το «Άγιο Φως» στο δρόμο και το άναψε με τον αναπτήρα του. Κι έτσι, απλά, γκρέμισε συθέμελα το οικοδόμημα τής παιδικής μου φαντασίας, με μια φράση: «Κι ο παπάς με αναπτήρα το ανάβει». Ε, ναι. Πως αλλιώς;
Ο μπαμπάς ήταν κοκκινομάλλης με λευκό δέρμα και φακίδες σ’ όλο το σώμα. Όταν ήταν μικρός, έψελνε στην εκκλησία. Ο παπάς κάποια μέρα τον πρόσβαλε, λέγοντάς του ότι βάφει τα μαλλιά του. Η προσβολή ήταν σοβαρή για την εποχή, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που απομακρύνθηκε από την εκκλησία. Η εκκλησία είχε απομακρυνθεί από το σκοπό της. Ήταν ο πόλεμος που έφταιγε; Οι άνθρωποι με τα πάθη τους, ή απλά, δεν υπάρχει θεός;
Δε θα χτίσουμε τάφο. Θα φυτέψουμε μια ροδιά. Η μια ελιά. Ίσως βάλουμε παχύφυτα. Να βρούμε ποια αντέχουν εκεί. Εξάλλου, το όνειρό του ήταν να γίνει κηπουρός, απλά ήταν πιο οικείο στην οικογένεια να γίνει ράφτης. Έμπηγε στο χώμα, κουκούτσια, κλαδάκια, σπόρους, κι όλα φύτρωναν. Πάντα πίστευα, ότι το μπαλκόνι μας έπρεπε να πάρει κάποιο είδος βραβείου. Δεν ήταν ένας τυπικός περιποιημένος κήπος με ομοιομορφία και σχεδιασμό. Ήταν μια φυσική αστική ζούγκλα. Θυμάμαι, κάποτε που βρέθηκα σε κάποιο μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας, και είδα για πρώτη φορά που ζούσαμε, αντιλήφθηκα τι είχε δημιουργήσει. «Αλήθεια, αυτό είναι το σπίτι σου; Ώστε, εσείς μένετε εκεί; Πιστεύαμε ότι ζουν κάποιοι παράξενοι άνθρωποι, εκεί…». Και μήπως, δεν ήμασταν παράξενοι;
Ζώντας μέσα σ’ αυτό το μίνι παράδεισο που μας έφτιαξε, δυσκολεύτηκα πολύ, να ζω κάπου, χωρίς δέντρα και λουλούδια. Είχα συνηθίσει να τρώω φρούτα απ’ το μπαλκόνι, αφού τα περίμενα υπομονετικά να ωριμάσουν, να φροντίζω πουλιά που έβρισκαν καταφύγιο εκεί… Τα ζώα ήταν ευπρόσδεκτα στο σπίτι. Έτρωγαν άφοβα απ’ τα χέρια του. Κάποια φεγγάρια χελώνες, σε κάποια φάση κουνέλια ή πουλιά. Ακόμη κι ελεύθερα μέσα στο σπίτι. Κι όμως ήταν πάντα καθαρό και τακτοποιημένο στην εντέλεια. Ήταν και η μαμά μέρος αυτής της χημείας… Όμως, αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Εντωμεταξύ, περιμέναμε να κάτσει το χώμα, όταν μας τηλεφώνησαν και μας ενημέρωσαν ότι ένας γείτονας έχει προεκτείνει τον τάφο του πατέρα του, σχεδόν μέχρι του άφτιαχτου δικού μας. Ποιος είναι; Αυτός! Ο γείτονας που αποκαλούσε τους γονείς , «θεία» και «θείο». Ο γείτονας μας, στο απέναντι σπίτι. Που τον φέραμε απ’ το χωριό να μας κάνει δουλειά ως μάστορας., γιατί η μαμά του είχε αδυναμία. «Δικό μας παιδί!» Του τηλεφώνησα. Δεν κατάλαβα ακριβώς το σκοπό του. Δεν είχα καν εικόνα. Τον παρακάλεσα να σταματήσει τις εργασίες. Είχε ήδη καταπατήσει το διάδρομο που έπρεπε να υπάρχει ανάμεσα στους τάφους. Δεν το θεώρησα σοβαρό αρχικά και μείναμε ήσυχοι για λίγο. Ώσπου σε ένα δεύτερο τηλεφώνημα, πληροφορηθήκαμε ότι επεκτάθηκε κι άλλο, χτίζοντας ένα σκαλοπάτι. Πλέον, έχτιζε πάνω στον τάφο του μπαμπά. Η μαμά, απαρηγόρητη. Εμείς όλοι, θυμωμένοι. Τηλεφωνήματα, φωνές, ασυνεννοησία, κενό. Επανάληψη. Μα, τι διάολο! Πολιτισμένοι άνθρωποι είμαστε. Καλούμε την Κοινότητα, μετά το Δήμο. Έγγραφα, τηλεφωνήματα, χάσιμο χρόνου, αναμονή, κενό, επανάληψη. Φτάσαμε στη νομική υπηρεσία του Δήμου. Εγώ, μάρτυρας. Δικαστήρια και αναβολές. Αυτοψίες, έγγραφα, επιστολές, αναμονή, κενό, επανάληψη. Σαν ένα σετ ασκήσεων υπομονής….
……………………………………………………………………………………………………………………………………..
Πέρασαν έξι χρόνια. Το δικαστήριο αποφάνθηκε, ότι κακώς κινήθηκε διαδικασία μ’ αυτό τον τρόπο, καθώς το έδαφος των κοιμητηρίων δεν ανήκει στο Δήμο, αλλά στην Περιφέρεια. Πατήσαμε στον κάλο όλης της Ελλάδας. Κι ο μπαμπάς εκεί. Χωρίς δέντρο, χωρίς σήμανση. Σα να μην υπήρξε. Τι ειρωνεία, δεκαεφτά χρόνια στα δικαστήρια για το σπίτι του εν ζωή, και τώρα δικαστήρια για το σπίτι του στο θάνατο. Θυμάμαι πολλά χρόνια πριν, αγόραζα βιβλία από κάποιον πλανόδιο πωλητή. Επέμενε να μου κάνει τον αστρολογικό μου χάρτη. Κάποτε μου τον έφερε, εκτυπωμένο –τι χρόνια!- και σε κάποιο σημείο ανέφερε ότι θα εμπλακώ σε πολυετείς δικαστικές διαμάχες τρίτων(!). Το κορόιδεψα και λίγο, είναι η αλήθεια. Άσε, που μου φάνηκε πολύ εξεζητημένη λεπτομέρεια. Η ζωή, όμως, είναι πιο ευφάνταστη απ’ αυτό που νομίζουμε… Επίσης, με τον καιρό κατάλαβα και την φράση: «Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες». Ναι, αν δεν προσέξεις, συμβαίνει. Δουλειές με τα λόγια, μυστικά που τα παίρνει κάποιος στον τάφο, και μια μέρα βρίσκεσαι μπροστά σε ένα νέο κόσμο, όπου δεν έχεις πια αδέρφια και οικογένεια. Είσαι μόνο, ό,τι έχεις φτιάξει στο παρόν. Και αυτό, δεν είναι απλά μια άλλη ιστορία. Είναι ένα μάθημα ζωής που δεν έχει τελειώσει ακόμη. Το δουλεύουμε συλλογικά.
Φτάνουμε κάποια στιγμή στις 17 Δεκεμβρίου του ’20. Τέτοια μέρα, πριν χρόνια θα του αγόραζα μια πολύχρωμη γραβάτα ή ένα παράξενο ραδιοφωνάκι. Τώρα, το μόνο που μπορούσα να του πάρω δώρο, ήταν ένα τηλεφώνημα στην Περιφέρεια, μετά στο Δήμο, στον αντιδήμαρχο, τον γραμματέα, τον συμβασιούχο, τον προϊστάμενο…. Τηλεφωνώ από τις 17 έως τις 30 Δεκεμβρίου.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………….
Ο προϊστάμενος
Το πρώτο που με εντυπωσίασε ήταν ότι –αν και σε άλλο νομό- ήταν ενήμερος. Ευγενικός, υπομονετικός. Δεν με διέκοψε, δεν φάνηκε έκπληκτος όπως είχα συνηθίσει . Όταν ήρθε η σειρά του να μιλήσει, ξεκίνησε τη φράση του κάπως έτσι: « Αφού σας ενοχλεί αυτό….». Δεν πίστευα ότι ήθελε να πει αυτό και προσπάθησα να τον βοηθήσω να το διορθώσει. Ατυχής έκφραση… δε μπορεί! Κι όμως, άκαρπη η προσπάθεια, τον ακούω να επαναλαμβάνει: «Αφού, λοιπόν, σας ενοχλεί αυτό…». Μάλλον τα είχα μπερδέψει. Δεν ήμουν εγώ που προσπαθούσα να τον πείσω για κάτι, αυτός προσπαθούσε…
Η φροντίδα των νεκρών είναι, ίσως, η πιο χειροπιαστή ένδειξη του επιπέδου του πολιτισμού ενός λαού. Αυτή η προσπάθεια του είδους μας να ξεχωρίσει από την πεζότητα των βιολογικών διαδικασιών. Η επιθυμία να δημιουργήσει την Αλήθεια (μη λήθη) του, δημιουργώντας μια τεχνητή αθανασία σ’ όλους αυτούς που υπήρξαν. Να δώσει, έστω και ψευδώς, την αίσθηση ότι κάποιο κρυφό νόημα υπάρχει στην ύπαρξή μας. Δε μπορεί να βρεθήκαμε εδώ, μόνο και μόνο για να πεθάνουμε μια μέρα και να γίνουμε λίπασμα. Το σώμα μας είναι αυτό που θα γυρίσει στη γη. Όλα τα υπόλοιπα, μαζί και η αγάπη μας, θέλουν το ορατό τους σπίτι. Αυτή την τελευταία κατοικία της μνήμης. Ακόμη κι αν πρόκειται για ένα δέντρο χωρίς όνομα.
Δεν είπα τίποτε για όλα αυτά. Εγώ προσωπικά, προτιμώ να με διαμελίσουν για την επιστήμη. Και να μη ξεχάσουν το δέρμα! Όλοι το ξεχνούν αυτό….
Το τηλεφώνημα τελείωσε αισίως, ενημερώθηκα, ανταλλάξαμε τα σχετικά, τα τυπικά και όλα τα λοιπά, αλλά το δικό μου ακουστικό, παρέμενε ανοιχτό. Άκουγα, ξανά και ξανά την ίδια φράση: «Αφού, λοιπόν, σας ενοχλεί…»
Ναι. Πολύ μ’ ενοχλεί.