Ήμασταν, λέει, με τη σκηνή… εκείνη την αγαπημένη ιγκλού 3 ατόμων που ταξίδεψε παντού, ή προσπάθησε τουλάχιστον. Ένα μικρό ελάττωμα –πάντα έχω πρόχειρο ένα ελαττωματικό προϊόν κοντά μου- ένα μικρό λοιπόν ελάττωμα στη σήτα, τραβούσε το βλέμμα μου εκεί και με εκνεύριζε ακαθόριστα. Είχαμε στήσει βιαστικά όπως συνήθως· πάντα διανυκτερεύαμε όπου τύχαινε να βρεθούμε και με ένα παράξενο υπολογισμό βρισκόμασταν μέσα στους υπνόσακους την κατάλληλη ώρα… αν και αναρωτιέμαι τι σημαίνει αυτό…
Ήμασταν σε μια ερημική τοποθεσία, όλα ήταν ήσυχα και τα ζωντανά του τόπου περίμεναν τη σιωπή μας για να ακουστούν. Ήταν εκείνα τα χρόνια που αγοράζαμε βιβλία ακόμη, πολλά βιβλία, εν μέσω κρίσης ντρέπομαι να πω πόσα… Κρεμάσαμε το φακό στο κορδόνι της σκηνής και αρχίσαμε να διαβάζουμε…
…να διαβάζουμε, να διαβάζουμε, να διαβάζουμε τόσο απορροφημένοι που δεν κατάλαβα πότε ναρκωθήκαμε και περάσαμε στη λήθη. Και πέρασαν αιώνες από πάνω μας, και έντομα ζουζούνισαν, πουλιά κουτσούλισαν, έβρεξε, φύσηξε, εμείς τίποτε…
Μέσα στα κουκούλια των βιβλίων, ταριχευμένοι στην ιγκλού, ανέγγιχτοι, ατάραχοι…
…κάποια στιγμή όμως κάτι άλλαξε, σκλήρυνε το έδαφος, από κάτω δεν γουργούριζε ζωή… Ξύπνησα! Πάντα ξυπνάω πρώτη, κι έτσι άτυπα, ο αγγελιοφόρος είμαι της σκηνής. Για πρώτη φορά όμως δεν ανοίγω το φερμουάρ, δε βγαίνω, δεν ταιριάζουν οι ήχοι. Από τη χαραμάδα βλέπω ότι έχει ξημερώσει, δεν έχει δέντρα, ούτε πουλιά. Είμαστε στο κέντρο μιας τσιμεντένιας πλατείας, είμαστε κυκλωμένοι από ένα σιωπηλό πλήθος. Είναι ντυμένοι με στρατιωτικά ρούχα… Όχι, δεν είναι ντυμένοι με στρατιωτικά ρούχα, είναι στρατιώτες απλά. Ο στρατός έχει καταλάβει τα πάντα, και δεν ξέρω ποιανού…
Απόστολε ξύπνα! Έχουμε στρατιωτικό νόμο! Και αναρωτιέμαι, τι είναι άραγε αυτό; Απόστολε ξύπνα! Το σπίτι μας είναι πλαστικό!
(Δεν είναι λογοτεχνική απόπειρα, είναι ένα όνειρο που είδα πριν 20 χρόνια και το σκέφτομαι ακόμη…)