Κοίταξα στον καθρέφτη. Μου φάνηκα αδιάφορα υγιής. Σήκωσα τα φρύδια, έτριξα τα δόντια στο είδωλό μου, έκανα πως δε βλέπω τα υπόλοιπα και προχώρησα προς την πόρτα. Έριξα στους ώμους μια πρόχειρη κατάθλιψη και βγήκα έξω. Στη δεξιά τσέπη δύο κέρματα με υποχρέωσαν να παίζω μαζί τους. Και είναι βρώμικο το χρήμα…
Το κρύο δεν διαπέρασε τα ρούχα μου, δεν κρύωνα. Κατά βάθος ξέρω ότι στο πίσω μέρος του μπουφάν μου έχει δύο κορδονάκια που δείχνουν γελοία αλλά δεν είναι συγκεκριμένος ο σχεδιαστής και εξάλλου δε βλέπω τη δική μου πλάτη συνήθως. Είναι άβολο…
Έχω το κεφάλι σκυφτό όπως αρμόζει. Εκείνο το αστικό ιδεοληπτικό παιχνίδι με τα πλακάκια του πεζοδρομίου κατακλύζει το μυαλό μου. Θέλω να θυμώσω με την αδικία του κόσμου αλλά είναι πιο μικρά αυτά τα πλακάκια. Πατάω λάθος γραμμές και αποσυντονίζομαι…
Συναντάω διάφορους γνωστούς στο δρόμο. Είναι μικρή η πόλη· για τον κόσμο δεν έχω πειστεί ακόμη. Θέλω να πιάνω με τα χέρια μου τα καρφιά των σταυρωμένων. Αν δεν προσέξεις γίνονται θεοί…
Πριν λίγο έκανα εισαγωγή μια άνω τελεία. Ακόμη και η παύση μας δεν είναι δεδομένη πια. Θέλουν αναζήτηση τα σύμβολα…
Μπαίνω σε ένα κατάστημα. Αλλιώς, τη διάολο, γιατί να βγω έξω; Πίσω από τον πάγκο υπάρχουν 3-4 υπάλληλοι. Η κοπέλα χαμογελάει υπερβολικά ψεύτικα. Θα κάνει ρυτίδες κοινωνικότητας τζάμπα και βερεσέ. Άμα το καταλάβει, θα είναι αργά. Μιλάει στον πληθυντικό, αργά και υπερτονισμένα γιατί νομίζει ότι αυτό λέγεται ευγένεια. Δεν φταίει αυτή μόνο. Υπάρχει δυσκολία να γκουγκλάρεις ένα τέτοιο ερώτημα…
Μπαίνω στον πειρασμό να περάσω στο λεξικό του υπολογιστή το ρήμα γκουγκλάρω. Αλλιώς πρέπει να δαμάσω την τελειομανία μου και να πάψω να βλέπω την τρεμουλιαστή κόκκινη γραμμούλα από κάτω. Τόσος κόσμος το κάνει. Θα ρισκάρω πάλι τη μοναξιά της εξαίρεσης;
Νιώθω ότι έχω πολλά να γράψω ακόμη. Όμως οι υπολογιστές είναι αμείλικτοι. Θυμάμαι την αθωότητα των χάρτινων τετραδίων. Πουθενά δεν είχαν ρολογάκια. Κι αν είχαν ημερολόγια στις σελίδες μπορούσες να τα αγνοήσεις. Τώρα ο χρόνος πιέζει και αν κρίνω από τον πίνακα ρεφλεξολογίας, όλοι θα πεθάνουμε…
Θέλω να σκεφτώ ότι πρέπει να φύγω απ’ τη χώρα. Έτσι θα πιστοποιήσω τα λάθη των άλλων. Θα έρθω πίσω κάποια μέρα, πετυχημένος όπως στα παραμύθια και θα βλέπω μόνο στο ύψος των ματιών μου. Γιατί πιο κάτω θα είναι όλα αυτά που εγκατέλειψα. Δεν θα μετανιώσω, γιατί στο βλέμμα της μάνας μου –αν ζει- ανακατεμένα με δάκρυα θα ρέει ένα ακαθόριστο καμάρι. Όπου κι αν ήμουν θα έρεε αλλά δεν το ξέρω…
Οι σκέψεις μου βαθαίνουν… Σκοντάφτω σε μια τρύπα. Βρίζω τους τοπικούς άρχοντες. Προσπαθώ να συντηρήσω τα νεύρα μου μέχρι να φτάσω στο πληκτρολόγιο ή στο καφέ. Η κουβέντα μάς παρασέρνει εκτός χώρας. Τα λόγια μας γλιστράνε όπως το βούτυρο. Είμαστε όλοι τόσο θυμωμένοι που δεν προσέχουμε ποιος βάζει από κάτω το ψωμί…
Η ζωή δεν είναι αλλού. Είναι μικρή για να την ζεις «αλλού»…