Από τις γιορτές, αυτές που με στενοχωρούν περισσότερο είναι οι σχολικές, κι απ’ αυτές, ακόμη περισσότερο οι εθνικές. Όχι, δεν έχω κάποιο πρόβλημα με τη «χαρά». Είναι που βαπτίσαμε όλες τις επετείους γιορτές και ξεχνάμε… Συνέχεια ξεχνάμε, όλο και περισσότερο…
Θα τρέξουν τώρα όλοι να διαφωνήσουν, να μου υπενθυμίσουν τα γνωστά. Μην το κάνετε, τίποτε δεν ξέχασα. Κι αυτό, ίσως, είναι το πρόβλημα. Δεν καταφέρνω να ξεχάσω τίποτε ούτε για λίγο.
Παρένθεση. Το θέατρο μ’ αρέσει για ένα παράξενο λόγο -ή μπορεί να νομίζω ότι είναι παράξενος. Δεν το παρακολουθώ, συμμετέχω. Νιώθω την αδρεναλίνη του ηθοποιού που επιχειρεί να μου μεταδώσει την ιστορία, συμμετέχω στο στρες του, στο τρακ του αν έχει, θέλω να τα καταφέρει να με πείσει. Ταυτόχρονα, το μάτι μου δεν προσπαθεί καθόλου να αποφύγει τον άραφο ποδόγυρο της φόδρας, το κουμπί που λείπει… Σκηνογράφο δεν έχετε, ούτε ενδυματολόγο, πάρτε έναν αλληλέγγυο ψιμυθιολόγο απ’ το δρόμο. Εκβιάστε τον στην ανάγκη… Ό,τι λείπει απ’ τη σκηνή, φαντάζομαι ότι είναι εκεί, στα σκοτεινά σημεία της κουρτίνας ή πίσω απ’ αυτήν, το υπόλοιπο της ιστορίας. Στα κενά κρατάω την ανάσα μου, εύχομαι να είναι κλειστά όλα τα κινητά. Αφουγκράζομαι. Περιμένω ν’ ακούσω κι ένα ξύλο να τρίζει. Είναι νευρογλωσσικός προγραμματισμός. Αν η παράσταση είναι πετυχημένη δεν είναι παράξενο να ενθουσιαστώ καθώς τελειώνει. Δεν είναι μόνο για το μπράβο. Είναι και η ανακούφιση απ’ όλη αυτή τη χημική διεργασία. Κλείνει η παρένθεση.
Όταν ήμουν μικρή, δεν ξέρουμε πόσο, μου άρεσαν οι γιορτές, οι εκδηλώσεις , οι ιεροτελεστίες , οι παρελάσεις, οι χορωδίες. Πρόθυμα αναπαρήγαγα ακόμη και το πιο αδιάφορο έθιμο. Έψαχνα μάλιστα, σε εγκυκλοπαίδειες να βρω τι συνήθιζαν να κάνουν σε διάφορα μέρη της γης. Είναι γιατί έψαχνα το «γιατί». Όταν το βρήκα –και δεν είναι επί του παρόντος η ανάλυση- απομυθοποιήθηκαν τα πάντα. Όλοι οι θεοί καταποντίστηκαν, έλιωσαν τα κεριά, έσβησαν όλα τα καντήλια. Οι εικόνες θόλωσαν, ξεθώριασαν… Η ανθρωπότητα στα μάτια μου έμεινε γυμνή, με την αλήθεια της. Δεν είχε φουστάνια να κρύψει τα σκοτεινά σημεία της ιστορίας της. Και τα μνημεία της, θαυμαστά, αλλά τώρα πια εκθέματα της παγκόσμιας γκαλερί. Πολλά απ’ αυτά φτιαγμένα με πόνο. Συνήθως τον πόνο των άλλων…
Ξαναγυρίζω, λοιπόν στις σχολικές γιορτές. Σε μια, οποιαδήποτε. Έρχομαι από ψηλά και κατεβαίνω… Σε μια απόσταση ασφαλείας. Και βλέπω τα παιδιά. Με φουστανέλες και τσαρούχια, μαχαίρια και πιστόλες. Όμορφα, αθώα εν μέρει, όχι ολότελα… Ακούω τα παιδιά. Πατρίδα Αγωνιστές Γενναίοι Λεβέντες Παλικάρια Ελευθερία Μάνα Παιδί Εμπρός Θάνατος Πόλεμος Ορμάτε Λιοντάρια Προδοσία Σημαία Πόλεμος Ένδοξος Εχθροί Μάνα! Παιδί μου! Πόλεμος…
Δεν μου αρέσουν τα μεγάλα κείμενα όταν δεν αφηγούνται μια ιστορία. Είπα πολλά και τίποτε για τον πόλεμο. Αυτόν που μνημονεύουν οι εθνικές γιορτές αλλά ποτέ δεν τον ξόρκισαν. Για τα παιδιά που νομίζουν πως δεν είναι αθώα… (Δάκρυα) Κλείνει η αυλαία.