Θα μπορούσα να σωπάσω, όταν μου είπαν να αφήσω το μολύβι και να το κρατήσω με το άλλο χέρι. Το καλό. Δεν ήξερα τι κακό είχε κάνει το χέρι μου. Ήμουν πολύ μικρή και οι αναμνήσεις ήταν μιας άλλης ζωής. Δεν θυμόμουν πολλά. Κάτι θα είχε κάνει. Πίστευα τότε, ότι κάθε φορά που γράφω όλοι με κοιτάζουν.
Μπορεί και να με κοίταζαν…
Θα μπορούσα να σωπάσω όταν με πρόσβαλε ο καθηγητής. Να δεχθώ για τον εαυτό μου τη γνώμη που είχε αυτός για μένα. Κι ας μην ήξερε ούτε αυτός γιατί…
Θα μπορούσα να σωπάσω, όταν η γειτόνισσα έδερνε τα παιδιά της κι ας είχαν έρθει εξ ουρανού επειδή έκανε τάματα. Τώρα πια ήταν δικά της, όπως μας ενημέρωσε…
Θα μπορούσα να σωπάσω σε όλα τα έδρανα που βρέθηκα, όπως είδα να κάνουν συνάδελφοι κι ανάδελφοι σε όλα τα μεγέθη. Και να κάνω συσχετισμούς… Να είμαι στο υφαντό ένα κρόσσι…
Θα μπορούσα να σωπάσω, όταν η ηλικιωμένη κυρία, ανυποψίαστη, έκανε πως της έπεσε το σκουπίδι απ’ το χέρι. Ολόιδια με κάποια άλλη, που πιστεύει ότι στην εποχή της όλα ήταν καλύτερα. Και φταίει η νεολαία. Αυτή που είναι εδώ. Όχι η άλλη που έφυγε στο εξωτερικό…
Θα μπορούσα να σωπάσω, όταν ήρθε διστακτικά ο υπάλληλος να κόψει το ρεύμα του γείτονα…
Θα μπορούσα να σωπαίνω σε μια ατέλειωτη λίστα. Περιστατικών, συμβάντων, στιγμών.
Προκαταβολικά θα μπορούσα να είχα σωπάσει όταν ήρθα στη ζωή. Να νομίσουν πως πέθανα και να τελειώσει η περιπέτεια των ήχων.
Δε μπόρεσα όμως να αντισταθώ στη ζωή.
Αντιστέκομαι στις σιωπές. Ιδιαίτερα σ’ αυτές που μας καθιστούν πεθαμένους.
Και η σιωπή, λένε, είναι χρυσός.
Έτσι εξηγούνται όλα…